κορυπτίλος

κορυπτίλος
κορυπτίλος [ῐ], ,
A one that butts with the head, Theoc.5.147: [full] κυρίττολος· κορύπτης, πλήκτης, Hsch.; [full] κορυπτόλης· κερατιστής, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κορυπτίλος — και κυρίττολος και κορυπτόλης, ὁ (Α) [κορύπτω] (κατά τον Ησύχ.) «κερατιστής», αυτός που χτυπά με τα κέρατα …   Dictionary of Greek

  • κορυπτίλος — one that butts with the head masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύπτης — κορύπτης, ὁ (Α) κορυπτίλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < κορύπτω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”